Σε αυτό το μοτίβο τα τελευταία χρόνια ο διάλογος/διαμάχη για τις εφαρμογές της γενετικής τεχνολογίας προβληματίζει πολλά think tanks σε όλο τον κόσμο, ΜΚΟ, συσπειρώσεις κρατών, επιστήμονες και λόμπυ. Πολλά είναι εξάλλου τα παραδείγματα, όπου ο όρος γενετικοί τροποποιημένοι οργανισμοί έχει γίνει «παγίδα» τηλεθέασης από τα ΜΜΕ (τρόφιμα Φράνκενστάϊν, «μεταλλαγμένα»), επιλεκτικό κριτήριο για την οικολογική ευαισθησία του κοινού και κοινός παρονομαστής opinion leaders από τη βιοτεχνολογική βιομηχανία αλλά και από οικολογικές ΜΚΟ.
Στον χώρο της αγροβιοτεχνολογίας, όπου χρησιμοποιούνται γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί (Γ.Τ.Ο) τα δύο στρατόπεδα επιδεικνύουν μαχητικά τις θέσεις τους. Από τη μία πλευρά αυτοί που τάσσονται υπέρ της τεχνολογίας παρουσιάζουν διάφορα πλεονεκτήματα, όπως ότι τα ΓΤ φυτά αναπτύσσονται γρηγορότερα και εμφανίζουν μεγαλύτερη απόδοση σε μικρότερο ποσοστό γης ενώ μπορούν να σχεδιαστούν, ώστε να εμφανίσουν ανθεκτικότητα σε αβιοτικούς παράγοντες (ξηρασία, αλατότητα εδάφους, ύπαρξη βαρέων μετάλλων, ψύχος), σε ζιζάνια και παράσιτα, μειώνοντας την ανάγκη για τη χρήση φυτοφαρμάκων και μειώνοντας την αρνητική επίδραση αυτών των χημικών παραγόντων στο έδαφος, το νερό και τη δημόσια υγεία, ενώ παράλληλα προστατεύουν τις υπάρχουσες δασικές εκτάσεις. Aκόμη προωθούνται ως μια πρακτική που πρέπει να εφαρμοστεί παράλληλα με τη συμβατική γεωργία και τις βιολογικές καλλιέργειες, ώστε να αντιμετωπιστεί case-by-case το πρόβλημα της σίτισης του πληθυσμού και η αποδοτική παραγωγή τροφής στις αναπτυσσόμενες χώρες, καθώς στα επόμενα 50 χρόνια τα περιθώρια θα έχουν στενέψει επικίνδυνα και τα επιπλέον 3 δισ. (WHO) μέχρι το 2050 θα πιέσουν προς αποδοτικές και με ελάχιστες ζημιές σοδιές. (1) Από την άλλη πλευρά, όσοι επικρίνουν τους ΓΤΟ παρουσιάζουν τις παραπάνω εκτιμήσεις ως μη ικανές να πείσουν το κοινό και διατείνονται ότι ο όποιος κίνδυνος υπερκαλύπτει τα οφέλη αυτών των τεχνολογιών. Οι κίνδυνοι που παρουσιάζουν συνήθως έχουν να κάνουν με την αλλεργιογόνο δράση ουσιών, που παράγουν τα ΓΤ φυτά και με την εξάπλωση της ανθεκτικότητας ενάντια σε αντιβιοτικές ουσίες, σε παθογόνους μικροοργανισμούς. Οι επικριτές της αγροβιοτεχνολογίας αμφισβητούν τα παρουσιαζόμενα ως πλεονεκτήματα για το περιβάλλον και τα ζώα καθώς εκδηλώνουν το φόβο τους ότι το ανασυνδυασμένο DNA των ΓΤ φυτών μπορεί να μεταφερθεί σε άλλα φυτά και να απειλήσει την βιοποικιλότητα, να δημιουργηθούν υπερζιζάνια ή να οδηγήσουν στην «κατά λάθος» εξόντωση οργανισμών. Επίσης τονίζουν ότι η χρήση ΓΤ φυτών δεν είναι ικανή να θρέψει τον παγκόσμιο πληθυσμό, δίχως σοβαρές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αλλαγές.
Σύμφωνα με τους Trewavas και Leaver, όπως με κάθε νέα τεχνολογία το κοινό θέλει να δεχτεί τα οποιαδήποτε πλεονεκτήματα με σχεδόν μηδενικό ρίσκο. Ο τρόπος όμως που εισήχθησαν τα γενετικά τροποποιημένα φυτά (ΓΤΦ-αγρωστώδη) στην παγκόσμια αγορά οδήγησε στην απώλεια της υποστήριξης της κοινής γνώμης, γεγονός που χρησιμοποιήθηκε από μη αντιπροσωπευτικές ομάδες και ακτιβιστές για να προωθήσουν την ατζέντα τους, να ενισχύσουν την δημοφιλία τους και να αποκτήσουν περισσότερη οικονομική υποστήριξη. Σύμφωνα με τους συγγραφείς ορισμένοι υποθέτουν ότι το ρίσκο από τα ΓΤΦ έχει αυξηθεί τεχνητά, με αποτέλεσμα η κεκτημένη γνώση να απορρίπτεται για χάρη ιδεοληψιών, ενώ παράλληλα απαιτούνται απόλυτες εγγυήσεις για την ασφάλεια, που είναι δύσκολο να δοθούν καθώς δεν υπάρχει η απόλυτη γνώση για το οτιδήποτε. Ακόμη επισημαίνουν ότι, τα όποια standards απόλυτης βεβαιότητας θα εμποδίσουν την εμφάνιση των πλεονεκτημάτων αυτής της τεχνολογίας ενώ η ύπαρξη του ηθικού χρέους για τη μή πρόκληση ζημίας συμβαδίζει με την υποχρέωση για το καλύτερο σε έναν ανισόρροπο κόσμο.
Σε αυτό το πλαίσιο οι ερευνητές από τα πανεπιστήμια του Εδιμβούργου και της Οξφόρδης, εξετάζοντας το ερώτημα αν η αντίθεση στους ΓΤΟ είναι πολιτική ή επιστήμη, εξέτασαν και απάντησαν σε μερικά κεντρικά ζητήματα, που κατά καιρούς χρησιμοποιούνται από πολέμιους της αγροβιοτεχνολογίας:
- Είναι τα ΓΤ φυτά κάτι νέο ή η επέκταση της υπάρχουσας διασταύρωσης φυτών,
- Τί συμβαίνει με τη ροή γονιδίων σε άλλους οργανισμούς από τα ΓΤ φυτά;
- Kινδυνεύουν οι πεταλούδες και συγγενή λεπιδόπτερα, από την έκφραση εντομοκτόνων ουσιών, από τα ίδια τα φυτά; (πεταλούδες vs bt εντομοκτόνου πρωτεϊνης)
- Μπορούν να οδηγήσουν τα ΓΤ φυτά ανθεκτικά σε ζιζανιοκτόνα, σε αύξηση της χρήσης των ζιζανιοκτόνων; (2)
Οπότε όπως είναι προφανές γεννώνται πολλά ερωτήματα ενώ υπό εξέταση είναι και ο τρόπος προσέγγισης του προβλήματος. Μπορεί η περίπτωση των ΓΤ φυτών να εξεταστεί υπό το πρίσμα μιας αξιολόγησης κινδύνου (risk assesment), αποκλείωντας τα εμπλεκόμενα ηθικά και κοινωνικά ζητήματα και απαιτώντας μόνο την «τεχνική» ματιά ειδικών? Υπό αυτό το πρίσμα μια πρόσφατη μελέτη που ασχολείται με την κοινωνία και την επιστήμη απορρίπτει την επιστημονική προσέγγιση και επιτάσσει ότι η ρυθμιστική ικανότητα της εισαγωγής της αγροβιοτεχνολογίας, πρέπει να είναι αποκλειστικό δικαίωμα της κοινωνίας μέσω δημόσιας συζήτησης κι όχι των επιστημόνων. Αναπτύσσουν αυτόν τον προβληματισμό με το επιχείρημα ότι η έννοια της δημοκρατικότητας έχει ακριβώς αυτή τη σημασία ανεξαρτήτως αν το κοινό δεν διαθέτει το επιστημονικό υπόβαθρο να κατανοήσει την τεχνολογία και να ορίσει ποιοί παράμετροι θα οριστούν ως πιθανοί κίνδυνοι, ακόμη κι αν αυτή η πρακτική δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα.Σύμφωνα με το άρθρο τα επιχειρήματα «αποκλεισμού» της επιστημονικής άποψης έχουν να κάνουν με:
- Την αδυναμία των επιστημόνων να κατανοήσουν τα διάφορα ηθικά ζητήματα.
- Οι επιστήμονες δεν μπορεί να γνωρίζουν για τις αξίες που θέτει το κοινό σε προτεραιότητα, οπότε δεν μπορεί να αποφασίσει εκ μέρους του.
- Ο επιστήμονας μπορεί να επηρεαστεί από την κοινωνική του θέση ή από το προσωπικό όφελός του.
- Η διασύνδεση της βιομηχανίας και των επιστημόνων.
- Οι Κυβερνητικοί μηχανισμοί (FDA, EPA) συχνά συμβουλεύονται και τη βιομηχανία, όταν θέτουν κανόνες και ρυθμίσεις. (3)
Η αλήθεια είναι ότι οι παραπάνω θέσεις δημιουργούν δίπολα και χώρους Υπερ/Κατά δίχως να λαμβάνουν υπόψη ότι σε ένα πολυπαραγοντικό ζήτημα, που αφορά όλους, η αυστηρή οριοθέτηση και η πίστη σε δόγματα δεν μπορεί να αποδώσει ποτέ. Το ζήτημα δεν είναι η δημιουργία στεγανών και η ενίχυση των «στρατοπέδων» ή των παράπλευρων συμφερόντων διαφόρων οργανώσεων, είτε κυβερνητικών ή μή κυβερνητικών καθώς είναι πιο εύκολο να πείς ναι ή όχι, από το να εξεταστεί το ζήτημα από όλες τις πλευρές.
Άρα προκύπτει ότι η επιστημονική κοινότητα πρέπει να δημοσιοποιεί δεδομένα, να λειτουργεί με όρους «Good Practice» και να δίνει το παρόν στην ενημέρωση ή την αντιπαράθεση, όχι για να κερδίσει την εύνοια των συναδέλφων αλλά για να προσφέρει στέρεο υπόβαθρο σε ένα κοινό, που προσπαθεί να ενημερωθεί από τους αρμόδιους αλλά δεν τους βρίσκει. Είναι επομένως απαραίτητο ο επιστήμονας να βρίσκεται μέσα στην κοινωνία κι όχι εκτός αυτής, είτε παρασυρόμενος από οικονομικά συμφέροντα ή αποκλεισμένος από μια αυτιστικά αντιδραστική κοινωνία απέναντι στην επιστήμη.
Από την άλλη το κοινό, οφείλει να ενημερώνεται όσο πιο σφαιρικά και ανεξάρτητα γίνεται, καθώς το κλειδί δεν είναι μόνο η πληροφορία, αλλά και η ανεξαρτησία της πηγής της από κέντρα, που προαποφασίζουν για τη μορφή που θα έχει. Επίσης οι άμυνες του κοινού θα πρέπει να είναι τέτοιες, ώστε να εμφανίζει αντοχές ενάντια στην τρομολαγνεία και την καλλιέργεια φοβιών και υστερίας. Το ζήτημα δεν είναι η αντιπαράθεση, αλλά ο διάλογος και όταν από το διάλογο λείπει ο πλουραλισμός και η ορθή, αδέσμευτη κρίση τότε η προκατάληψη, ο φανατισμός και η άγνοια είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσουν σε μή λύση ή ακόμα χειρότερα σε κάποια πολύ χειρότερη εναλλακτική.
Άρα είναι επιτακτική η ανάγκη όχι μόνο να πληροφορηθεί το κοινό και ο διάλογος να μην παραμένει μόνο στον παράγοντα κινδύνου, αλλά να εξετάστούν τα κοινωνικά, πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα που εμπλέκονται, με τρόπο που να αντανακλά όλες τις πτυχές του προβλήματος, ώστε να κατατεθούν καλά θεσμοθετημένες ρυθμίσεις και πολιτικές.(4)
(1) Genetically modified crops: hope for developing countries?
(2) Is opposition to GM crops science or politics?
(3) Βeyond risk
(4) The real and perceived risks of genetically modified organisms